ευδιάβατος

ευδιάβατος
η , ο [ος , ον ] 1. легко проходимый;
2. (τό ) проходимость (дорог)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευδιάβατος" в других словарях:

  • εὐδιάβατος — easy to cross masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάβατος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βατός (< δια βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιάβατον — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem acc sg εὐδιάβατος easy to cross neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαβάτου — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβατα — εὐδιάβατος easy to cross neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβατοι — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπόρευτος — εὐπόρευτος, ον (ΑΜ) (για οδό) ευδιάβατος, ευκολοπέραστος μσν. (για ταλαιπωρία) αυτή που περνάει, που ξεχνιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορευτός (< πορεύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»